χρονισμός

χρονισμός
ο, ΝΜΑ [χρονίζω]
μεγάλη και συνήθως αδικαιολόγητη αργοπορία, χασομέρι, χρονοτριβή
μσν.
εκκλ. χρονική περίοδος πριν από την έλευση τού Ιησού Χριστού
αρχ.
1. παραμονή σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα
2. (για νόσημα) η μετατροπή σε χρόνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρονισμός — tarrying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονισμοῦ — χρονισμός tarrying masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονισμῷ — χρονισμός tarrying masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονισμόν — χρονισμός tarrying masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”