- χρονισμός
- ο, ΝΜΑ [χρονίζω]μεγάλη και συνήθως αδικαιολόγητη αργοπορία, χασομέρι, χρονοτριβήμσν.εκκλ. χρονική περίοδος πριν από την έλευση τού Ιησού Χριστούαρχ.1. παραμονή σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα2. (για νόσημα) η μετατροπή σε χρόνιο.
Dictionary of Greek. 2013.